- σπληνοπαθής
- -ές, Νιατρ. αυτός που πάσχει από κάποια αρρώστεια τής σπλήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + -παθής (< πάθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπληνοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει κάποια πάθηση στη σπλήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπληνοπάθεια — η, Ν ιατρ. γενική ονομασία για τις παθήσεις τής σπλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπληνοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek